- πολυμνήστωρ
- και δωρ. τ. πολυμνάστωρ, -ορος, ὁ, ἡ, Απολυμνήμων* («γενοῦ πολυμνᾱστορ ἔφαπτορ Ἰοῦς», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + μνήστωρ «αυτός που σκέφτεται κάτι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Polymnestor — POLYMNESTOR, ŏris, Gr. Πολυμνήστωρ, ορος, oder, wie ihn andere nennen … Gründliches mythologisches Lexikon